Ετυμολογία της προσαρμογής
Λέξη: προσαρμογή
Αρχική - Ριζική: ἀραρίσκω / ἄρω < αρχ. < αρ- "ενώνω, συνδέω" Ετυμολογία: [<μτγν. προσαρμογή < προσαρμόζω]
Λεπτομέρειες πλοηγού
(Βοήθεια)
-
Προσαρμογή »Προσαρμογή
Ετυμολογία της προσαρμογής
+Σχόλια (0)
+Αναφορές (0)
+About