Ξενικό – εισβλητικό είδος
Είδος φυτού, ζώου ή άλλου οργανισμού, που εισάγεται, εκούσια ή ακούσια, από τον άνθρωπο, σε περιοχές εκτός του ιστορικά γνωστού εύρους εξάπλωσής του και το οποίο, επεκτεινόμενο μέσω της διασποράς, εγκαθιστά πληθυσμούς, μακριά από το σημείο της πρώτης εισαγωγής του σε φυσικά ή ημι-φυσικά οικοσυστήματα, επηρεάζοντας αρνητικά τη δομή και λειτουργία τους.
CONTEXT(Help)
-
Νομοσχέδιο για την Προστασία της Βιοποικιλότητας »Νομοσχέδιο για την Προστασία της Βιοποικιλότητας
Άρθρο 2 : Ορισμοί »Άρθρο 2 : Ορισμοί
Ξενικό – εισβλητικό είδος
είδη θηραμάτων για απελευθερώσεις από Κυνηγετικούς Συλλόγους »είδη θηραμάτων για απελευθερώσεις από Κυνηγετικούς Συλλόγους
είδος που αυξάνει το φυσικό εύρος εξάπλωσης χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση »είδος που αυξάνει το φυσικό εύρος εξάπλωσης χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση
η λέξη ‘εισβλητικός’ είναι αδόκιμη »η λέξη ‘εισβλητικός’ είναι αδόκιμη
σύνταξη πρωτοκόλλου αναφοράς για απελευθέρωση άγριων ειδών »σύνταξη πρωτοκόλλου αναφοράς για απελευθέρωση άγριων ειδών
το ξενικό είδος δεν έχει απαραίτητα επίπτωση σε μία βιοκοινότητα »το ξενικό είδος δεν έχει απαραίτητα επίπτωση σε μία βιοκοινότητα
+Comments (0)
+Citations (0)
+About